- που
- 1. αναφορ. αντων., άκλ. για κάθε γένος, πτώση και αριθμό, ο οποίος, η οποία, το οποίο.2. αναφορ. τοπ. επίρρ.: Το κλειδί θα το βρεις εκεί που το αφήναμε πάντα.3. σύνδ. αιτιολ.: Χάρηκα που σε είδα.4. σύνδ. χρον.: Είναι τόσα χρόνια που περιμένω μετάθεση.5. σύνδ. αποτελ.: Έβαλε ξαφνικά μια φωνή που πετάχτηκα όρθιος.6. σύνδ. ειδ.: Του είπα που θέλεις να τον δεις.7. ευχ. μόρ., είθε: Α, που να φας τη γλώσσα σου! – Που να σε πάρει ο διάβολος κτλ.8. επιφών. θαυμ., ποπό!: Άσκημα που μιλάς στους γονείς σου!
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.